φώψ
Look at other dictionaries:
φώψ — Α (κατά τον Ησύχ.) «φάος, φῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, κατά την επικρατέστερη άποψη, για εσφ. τ. Έχει διατυπωθεί, ωστόσο, και η υπόθεση ότι η λ. φῶψ έχει προέλθει από αμάρτυρο τ. *φαF ωψ και αποτελεί μεταπλασμένο τ. τής λ. φάος / φῶς, κατά τα σύνθ.… … Dictionary of Greek
ĝhu̯ōkʷ-, ĝhu̯ǝkʷ- — ĝhu̯ōkʷ , ĝhu̯ǝkʷ English meaning: to shine, shimmer Deutsche Übersetzung: ‘schimmern, leuchten” Material: Gk. διαφάσσειν διαφαίνειν Hes., φώψ φάος Hes.; παραι φάσσει τινάσ σει . . . Hes., reduplicated παιφάσσω “budge, move… … Proto-Indo-European etymological dictionary